ζωοξανθέλες

ζωοξανθέλες
Φύκη του γένους χρυσιδέλα και άλλων, που αποτελούν τμήμα της πλαγκτονικής χλωρίδας των θαλασσινών νερών και τα οποία θεωρείται ότι συμβιώνουν με διάφορους θαλάσσιους οργανισμούς. Είναι μονοκύτταρα και εφοδιασμένα με βλεφαρίδες, τα περισσότερα ανά δύο, και έχουν 1-2 χρωματοφόρα κίτρινα ή καστανόμαυρα. Πολλαπλασιάζονται μόνο με διαίρεση. Μαζί με τα γένη εύγλενα και βόλβοξ, αποτελούν τμήμα των φλαγελοφύτων ή φλαγελοφυκωδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοραλλιογενείς ύφαλοι — Οικοσυστήματα που σχηματίζονται από κοράλλια –κυρίως της υφομοταξίας των σκληρακτινίων– που ζουν συμβιωτικά με μονοκύτταρα φύκη (ζωοξανθέλες) και αποτελούν κύρια πηγή πρωτογενούς παραγωγής. Συναντώνται στα ζεστά, διαυγή και ρηχά νερά των τροπικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”